- σφῇ
- σφάζωslayfut ind mid 2nd sg (doric)σφάζωslayfut ind act 3rd sg (doric)σφόςtheirfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφή — σφός their fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφήλω — Σφή̱λω , Σφῆλος masc nom/voc/acc dual Σφή̱λω , Σφῆλος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Σφήλοιο — Σφή̱λοιο , Σφῆλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφήλου — Σφή̱λου , Σφῆλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АРИСТОФАН — • Aristophănes, Άριστοφάνης, 1. афинянин, комический поэт; родился ок. 450 г. до Р. X., умер после 388 г. до Р. X. Имел сыновей Арарота, Филиппа и Никострата (или Филетера), которые по смерти отца также ставили комедии на… … Реальный словарь классических древностей
προξ — προκός, η, ΝΑ νεοελλ. γένος μυρηκαστικών θηλαστικών τής οικογένειας ελαφίδες αρχ. 1. είδος ζαρκαδιού 2. το νεογνό ζαρκαδιού, ζαρκαδάκι 3. (μτφ. για άνθρωπο) δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόξ (< *προκ ς) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
Akrosphenosyndaktylie — Akro|spheno|syn|daktyli̲e̲ [↑akro..., gr. σϕην, Gen.: σϕηνος = Keil u. ↑Syndaktylie] w; , ...i̱en : = Akrozephalosyndaktylie … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
spheno..., Spheno... — spheno..., Spheno... [aus gr. σϕην = Keil]: Bestimmungswort von Zusammensetzungen mit der Bedeutung „keilförmig; Keil...“; z. B. : sphenoideus, Sphenozephalie … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke